οπτομετρία

οπτομετρία
η
παλαιότερος εσφ. συνώνυμος όρος για την οκτικομετρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρωμοπτομετρία — η, Ν ιατρ. μέτρηση τής όρασης τών χρωμάτων, όπως αναλύονται από το μάτι όταν δεχθεί δέσμη λευκού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + οπτομετρία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”